απολεστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απολεστικός< θέμα απολεσ- του απολλύω· νεολογισμός, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική lossy
Επίθετο επεξεργασία
απολεστικός, -ή, -ό
- (πληροφορική) που οδηγεί σε απώλεια πληροφορίας
- απολεστικός αλγόριθμος συμπίεσης
- ※ Ενώ υπάρχουν αρκετές δεκάδες αλγορίθμων για τη συμπίεση δεδομένων, όλοι τους χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες: στους απολεστικούς αλγόριθμους, και τους μη απολεστικούς. [1]
Αντώνυμα επεξεργασία
- μη απολεστικός (lossless)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Συμπίεση Δεδομένων: Τι Είναι και Πώς Λειτουργεί, από pcsteps.gr. Δημοσίευση 2016-06-17. Προσπέλαση 2020-07-10.