Δείτε επίσης: ἀποδιαλύω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποδιαλύω < (ελληνιστική κοινήἀποδιαλύω

αποδιαλύω (παθητική φωνή: αποδιαλύομαι)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία