Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ημιπαράλυτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ημιπαράλυτ
ος
η
ημιπαράλυτ
η
το
ημιπαράλυτ
ο
γενική
του
ημιπαράλυτ
ου
της
ημιπαράλυτ
ης
του
ημιπαράλυτ
ου
αιτιατική
τον
ημιπαράλυτ
ο
την
ημιπαράλυτ
η
το
ημιπαράλυτ
ο
κλητική
ημιπαράλυτ
ε
ημιπαράλυτ
η
ημιπαράλυτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ημιπαράλυτ
οι
οι
ημιπαράλυτ
ες
τα
ημιπαράλυτ
α
γενική
των
ημιπαράλυτ
ων
των
ημιπαράλυτ
ων
των
ημιπαράλυτ
ων
αιτιατική
τους
ημιπαράλυτ
ους
τις
ημιπαράλυτ
ες
τα
ημιπαράλυτ
α
κλητική
ημιπαράλυτ
οι
ημιπαράλυτ
ες
ημιπαράλυτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ημιπαράλυτος
<
ημι-
+
παράλυτος
Επίθετο
επεξεργασία
ημιπαράλυτος, -η, -ο
που είναι
μερικώς
παράλυτος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
μισός
,
παραλύω
και
λύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ημιπαράλυτος