μερικώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μερικώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μερικῶς < αρχαία ελληνική μερικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.ɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐ρι‐κώς
- ομόηχο: μερικός
Επίρρημα
επεξεργασίαμερικώς (ποσοτικό επίρρημα)
- όσον αφορά ένα μέρος, ένα τμήμα, όχι ένα σύνολο