Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
partly
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
partly
<
part
+
-ly
Επίρρημα
επεξεργασία
partly
(en)
(
χωρίς παραθετικά
)
μερικώς
, κατά ένα μέρος,
εν μέρει
, όχι ολοκληρωτικά
⮡
It is made
partly
of wood and
partly
of iron.
Είναι φτιαγμένο
εν μέρει
από ξύλο και
εν μέρει
από σίδερο.
Πηγές
επεξεργασία
partly
-
Oxford Learner's Dictionaries