Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υπνωτιστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
υπνωτιστικ
ός
η
υπνωτιστικ
ή
το
υπνωτιστικ
ό
γενική
του
υπνωτιστικ
ού
της
υπνωτιστικ
ής
του
υπνωτιστικ
ού
αιτιατική
τον
υπνωτιστικ
ό
την
υπνωτιστικ
ή
το
υπνωτιστικ
ό
κλητική
υπνωτιστικ
έ
υπνωτιστικ
ή
υπνωτιστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
υπνωτιστικ
οί
οι
υπνωτιστικ
ές
τα
υπνωτιστικ
ά
γενική
των
υπνωτιστικ
ών
των
υπνωτιστικ
ών
των
υπνωτιστικ
ών
αιτιατική
τους
υπνωτιστικ
ούς
τις
υπνωτιστικ
ές
τα
υπνωτιστικ
ά
κλητική
υπνωτιστικ
οί
υπνωτιστικ
ές
υπνωτιστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
υπνωτιστικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
υπνωτιστικός
που έχει σχέση με τον
υπνωτισμό
ή που
υπνωτίζει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υπνωτιστικός
γαλλικά
:
soporifique
(fr)