υπνωτιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπνωτιστής < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hypnotist[1] < hypnotize < αρχαία ελληνική ὑπνώττω / ὑπνώσσω < ὕπνος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπνωτιστής αρσενικό (θηλυκό υπνωτίστρια)
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπνωτιστής
- ↑ υπνωτιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας