Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.pnɔ.ti.zœːʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hypnotiseur hypnotiseurs

hypnotiseur (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία