υπνωτίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαυπνωτίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος υπνωτίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υπνωτίζομαι | υπνωτιζόμουν(α) | θα υπνωτίζομαι | να υπνωτίζομαι | ||
β' ενικ. | υπνωτίζεσαι | υπνωτιζόσουν(α) | θα υπνωτίζεσαι | να υπνωτίζεσαι | (υπνωτίζου) | |
γ' ενικ. | υπνωτίζεται | υπνωτιζόταν(ε) | θα υπνωτίζεται | να υπνωτίζεται | ||
α' πληθ. | υπνωτιζόμαστε | υπνωτιζόμαστε υπνωτιζόμασταν |
θα υπνωτιζόμαστε | να υπνωτιζόμαστε | ||
β' πληθ. | υπνωτίζεστε | υπνωτιζόσαστε υπνωτιζόσασταν |
θα υπνωτίζεστε | να υπνωτίζεστε | (υπνωτίζεστε) | |
γ' πληθ. | υπνωτίζονται | υπνωτίζονταν υπνωτιζόντουσαν |
θα υπνωτίζονται | να υπνωτίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υπνωτίστηκα | θα υπνωτιστώ | να υπνωτιστώ | υπνωτιστεί | ||
β' ενικ. | υπνωτίστηκες | θα υπνωτιστείς | να υπνωτιστείς | υπνωτίσου | ||
γ' ενικ. | υπνωτίστηκε | θα υπνωτιστεί | να υπνωτιστεί | |||
α' πληθ. | υπνωτιστήκαμε | θα υπνωτιστούμε | να υπνωτιστούμε | |||
β' πληθ. | υπνωτιστήκατε | θα υπνωτιστείτε | να υπνωτιστείτε | υπνωτιστείτε | ||
γ' πληθ. | υπνωτίστηκαν υπνωτιστήκαν(ε) |
θα υπνωτιστούν(ε) | να υπνωτιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω υπνωτιστεί | είχα υπνωτιστεί | θα έχω υπνωτιστεί | να έχω υπνωτιστεί | υπνωτισμένος | |
β' ενικ. | έχεις υπνωτιστεί | είχες υπνωτιστεί | θα έχεις υπνωτιστεί | να έχεις υπνωτιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει υπνωτιστεί | είχε υπνωτιστεί | θα έχει υπνωτιστεί | να έχει υπνωτιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε υπνωτιστεί | είχαμε υπνωτιστεί | θα έχουμε υπνωτιστεί | να έχουμε υπνωτιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε υπνωτιστεί | είχατε υπνωτιστεί | θα έχετε υπνωτιστεί | να έχετε υπνωτιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν υπνωτιστεί | είχαν υπνωτιστεί | θα έχουν υπνωτιστεί | να έχουν υπνωτιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπνωτίζομαι
|