υπνωτισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπνωτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπνωτίζω
Μετοχή επεξεργασία
υπνωτισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη υπνωτίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπνωτισμένος
υπνωτισμένος, -η, -ο