Ετυμολογία

επεξεργασία
υπναράς < ύπν(ος) + -αράς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.pnaˈɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πνα‐ράς

  Επίθετο

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπναράς η υπναρού το υπναράδικο
      γενική του υπναρά της υπναρούς του υπναράδικου
    αιτιατική τον υπναρά την υπναρού το υπναράδικο
     κλητική υπναρά υπναρού υπναράδικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπναράδες οι υπναρούδες τα υπναράδικα
      γενική των υπναράδων των υπναρούδων των υπναράδικων
    αιτιατική τους υπναράδες τις υπναρούδες τα υπναράδικα
     κλητική υπναράδες υπναρούδες υπναράδικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
ομάδα '-άς', Κατηγορία όπως «χορευταράς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

υπναράς, -ού, -άδικο [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπναράς οι υπναράδες
      γενική του υπναρά των υπναράδων
    αιτιατική τον υπναρά τους υπναράδες
     κλητική υπναρά υπναράδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

υπναράς αρσενικό (θηλυκό υπναρού)

  • αυτός που είναι υπναράς
    μεγάλος υπναράς αυτός, κοιμόταν κατά την όλη διάρκεια της παρουσίασης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία