Ουσιαστικό

επεξεργασία

sommeil (fr)

j'ai le sommeil profond - έχω βαθύ / βαρύ ύπνο (= κοιμάμαι βαριά)
a nuit porte sommeil - η νύχτα φέρνει ύπνο

Συγγενικά

επεξεργασία