Ετυμολογία

επεξεργασία
sono < οικεία βραχυγραφία του sonorisation

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sono sonos

sono (fr) θηλυκό



Ετυμολογία

επεξεργασία
sono < son- + -o

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

sono (it)