sonbendo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sonbendo | sonbendoj |
αιτιατική | sonbendon | sonbendojn |
sonbendo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sonbendo | sonbendoj |
αιτιατική | sonbendon | sonbendojn |
sonbendo (eo)