προτέμνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπροτέμνω - μεσοπαθητική φωνή: προτέμνομαι
- περικόπτω εκ των προτέρων
- αποκόπτω
- (ελληνιστική σημασία , για αμπέλι) κλαδεύω
- (στη μέση φωνή προτέμνομαι)
- κόβω μπροστά σε (κάποιον)
- → δείτε παράθεμα στον επικό τύπο προταμοίμην
- θερίζω εκ των προτέρων
- → δείτε παράθεμα στο απαρέμφατο μέσου αορίστου προταμέσθαι
- κόβω μπροστά σε (κάποιον)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία- προταμών (μετοχή αορίστου)
- ρηματικοί τύποι που μαρτυρούνται: → δείτε τις λέξεις προταμέσθαι και προταμοίμην
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- προτέμνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προτέμνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.