Ετυμολογία

επεξεργασία
συντέμνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συντέμνω < συν- + τέμνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sinˈde.mno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐ντέ‐μνω
τυπογραφικός συλλαβισμός: συν‐τέ‐μνω

συντέμνω, πρτ.: συνέτεμνα, αόρ.: συνέτμησα, παθ.φωνή: συντέμνομαι, π.αόρ.: συντμήθηκα, μτχ.π.π.: συντετμημένος

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις συν και τέμνω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
συντέμνω < συν- + τέμνω

συντέμνω

  1. κομματιάζω, λιγοστεύω, περικόπτω
  2. συγκόπτω, συντέμνω
  3. συντομεύω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία