↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συντετμημένος η συντετμημένη το συντετμημένο
      γενική του συντετμημένου της συντετμημένης του συντετμημένου
    αιτιατική τον συντετμημένο τη συντετμημένη το συντετμημένο
     κλητική συντετμημένε συντετμημένη συντετμημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συντετμημένοι οι συντετμημένες τα συντετμημένα
      γενική των συντετμημένων των συντετμημένων των συντετμημένων
    αιτιατική τους συντετμημένους τις συντετμημένες τα συντετμημένα
     κλητική συντετμημένοι συντετμημένες συντετμημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συντετμημένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συντετμημένος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sin.de.tmiˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐ντε‐τμη‐μέ‐νος
παλιότερος συλλαβισμός: συν‐τε‐τμη‐μέ‐νος

συντετμημένος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική συντετμημένος συντετμημένη τὸ συντετμημένον
      γενική τοῦ συντετμημένου τῆς συντετμημένης τοῦ συντετμημένου
      δοτική τῷ συντετμημέν τῇ συντετμημέν τῷ συντετμημέν
    αιτιατική τὸν συντετμημένον τὴν συντετμημένην τὸ συντετμημένον
     κλητική ! συντετμημένε συντετμημένη συντετμημένον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ συντετμημένοι αἱ συντετμημέναι τὰ συντετμημέν
      γενική τῶν συντετμημένων τῶν συντετμημένων τῶν συντετμημένων
      δοτική τοῖς συντετμημένοις ταῖς συντετμημέναις τοῖς συντετμημένοις
    αιτιατική τοὺς συντετμημένους τὰς συντετμημένᾱς τὰ συντετμημέν
     κλητική ! συντετμημένοι συντετμημέναι συντετμημέν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ συντετμημένω τὼ συντετμημέν τὼ συντετμημένω
      γεν-δοτ τοῖν συντετμημένοιν τοῖν συντετμημέναιν τοῖν συντετμημένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυμένος' όπως «λελυμένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

συντετμημένος, -η, -ον

Παράγωγα

επεξεργασία