συντετμημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συντετμημένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συντετμημένος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sin.de.tmiˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐ντε‐τμη‐μέ‐νος
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐τε‐τμη‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίασυντετμημένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συντέμνω
Συγγενικά
επεξεργασία- συντέμνουσα
- → και δείτε τις λέξεις συντέμνω, συν και τέμνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία συντετμημένος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίασυντετμημένος, -η, -ον
- μετοχή μεσοπαθητικού παρακειμένου (συντέμημαι) του ρήματος συντέμνω
Παράγωγα
επεξεργασία- συντετμημένως (επίρρημα)