σύντμησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σύντμησῐς | αἱ | συντμήσεις | ||||
γενική | τῆς | συντμήσεως | τῶν | συντμήσεων | ||||
δοτική | τῇ | συντμήσει | ταῖς | συντμήσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | σύντμησῐν | τὰς | συντμήσεις | ||||
κλητική ὦ! | σύντμησῐ | συντμήσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συντμήσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | συντμησέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σύντμησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική συντέμνω < συν- + τμη-, μεταπτωτική βαθμίδα του τεμ- (τέμνω κατά το τμῆσις + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίασύντμησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σύντμησις σελ.6990 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)