ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σύντμησῐς αἱ συντμήσεις
      γενική τῆς συντμήσεως τῶν συντμήσεων
      δοτική τῇ συντμήσει ταῖς συντμήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σύντμησῐν τὰς συντμήσεις
     κλητική ! σύντμησῐ συντμήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συντμήσει
γεν-δοτ τοῖν  συντμησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σύντμησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική συντέμνω < συν- + τμη-, μεταπτωτική βαθμίδα του τεμ- (τέμνω κατά το τμῆσις + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σύντμησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  • σύντμηση
    ※  Σχόλια στον Πίνδαρο. Pindari Carmina, cum lectionis varietate et adnotionibus, τόμος 2, σελ.683, F.C.G. Vogelii, 1817
    ἱερομηνίαν δὲ λέγουσιν κατὰ σύντμησιν, τὴν ἱερονουμηνίαν

Συγγενικά

επεξεργασία