Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρυμοτομώ < ελληνιστική κοινή ῥυμοτομέω / ῥυμοτομῶ < αρχαία ελληνική ῥύμη + τέμνω

  Ρήμα επεξεργασία

ρυμοτομώ (παθητική φωνή: ρυμοτομούμαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία