ρυμοτομώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρυμοτομώ < ελληνιστική κοινή ῥυμοτομέω / ῥυμοτομῶ < αρχαία ελληνική ῥύμη + τέμνω
Ρήμα
επεξεργασίαρυμοτομώ (παθητική φωνή: ρυμοτομούμαι)
- σχεδιάζω δρόμους, πλατείες ή άλλους χώρους σε μια πόλη ή έναν οικισμό που υπάρχει ή πρόκειται να κτιστεί
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ρυμοτομώ | ρυμοτομούσα | θα ρυμοτομώ | να ρυμοτομώ | ρυμοτομώντας | |
β' ενικ. | ρυμοτομείς | ρυμοτομούσες | θα ρυμοτομείς | να ρυμοτομείς | (ρυμοτόμει) | |
γ' ενικ. | ρυμοτομεί | ρυμοτομούσε | θα ρυμοτομεί | να ρυμοτομεί | ||
α' πληθ. | ρυμοτομούμε | ρυμοτομούσαμε | θα ρυμοτομούμε | να ρυμοτομούμε | ||
β' πληθ. | ρυμοτομείτε | ρυμοτομούσατε | θα ρυμοτομείτε | να ρυμοτομείτε | ρυμοτομείτε | |
γ' πληθ. | ρυμοτομούν(ε) | ρυμοτομούσαν(ε) | θα ρυμοτομούν(ε) | να ρυμοτομούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ρυμοτόμησα | θα ρυμοτομήσω | να ρυμοτομήσω | ρυμοτομήσει | ||
β' ενικ. | ρυμοτόμησες | θα ρυμοτομήσεις | να ρυμοτομήσεις | ρυμοτόμησε | ||
γ' ενικ. | ρυμοτόμησε | θα ρυμοτομήσει | να ρυμοτομήσει | |||
α' πληθ. | ρυμοτομήσαμε | θα ρυμοτομήσουμε | να ρυμοτομήσουμε | |||
β' πληθ. | ρυμοτομήσατε | θα ρυμοτομήσετε | να ρυμοτομήσετε | ρυμοτομήστε | ||
γ' πληθ. | ρυμοτόμησαν ρυμοτομήσαν(ε) |
θα ρυμοτομήσουν(ε) | να ρυμοτομήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ρυμοτομήσει | είχα ρυμοτομήσει | θα έχω ρυμοτομήσει | να έχω ρυμοτομήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ρυμοτομήσει | είχες ρυμοτομήσει | θα έχεις ρυμοτομήσει | να έχεις ρυμοτομήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ρυμοτομήσει | είχε ρυμοτομήσει | θα έχει ρυμοτομήσει | να έχει ρυμοτομήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ρυμοτομήσει | είχαμε ρυμοτομήσει | θα έχουμε ρυμοτομήσει | να έχουμε ρυμοτομήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ρυμοτομήσει | είχατε ρυμοτομήσει | θα έχετε ρυμοτομήσει | να έχετε ρυμοτομήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ρυμοτομήσει | είχαν ρυμοτομήσει | θα έχουν ρυμοτομήσει | να έχουν ρυμοτομήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρυμοτομώ
|