ρυμοτομία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρυμοτομία < (ελληνιστική κοινή) ῥυμοτομία < αρχαία ελληνική ῥύμη + τέμνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρυμοτομία θηλυκό
- η επιστήμη του σχεδιασμού και της χάραξης δρόμων, πλατειών και άλλων χώρων σε μια πόλη ή έναν οικισμό που υπάρχει ή πρόκειται να κτιστεί
Συγγενικά
επεξεργασία- αρυμοτόμητος
- ρυμοτομημένος
- ρυμοτόμηση
- ρυμοτομικός
- ρυμοτόμος
- ρυμοτομώ
- → δείτε τις λέξεις ρύμη και τέμνω
Υπερώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ρυμοτομία