ρυμοτόμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρυμοτόμος < ρυμοτομία + -ος (αναδρομικός σχηματισμός)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρυμοτόμος αρσενικό ή θηλυκό
- που ρυμοτομεί
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρυμοτόμος
|
ρυμοτόμος αρσενικό ή θηλυκό
|