ρυμοτομούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαρυμοτομούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος ρυμοτομώ
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ρυμοτομούμαι | ρυμοτομούμουν | θα ρυμοτομούμαι | να ρυμοτομούμαι | ||
β' ενικ. | ρυμοτομείσαι | ρυμοτομούσουν | θα ρυμοτομείσαι | να ρυμοτομείσαι | ||
γ' ενικ. | ρυμοτομείται | ρυμοτομούνταν | θα ρυμοτομείται | να ρυμοτομείται | ||
α' πληθ. | ρυμοτομούμαστε | ρυμοτομούμασταν ρυμοτομούμαστε |
θα ρυμοτομούμαστε | να ρυμοτομούμαστε | ||
β' πληθ. | ρυμοτομείστε | ρυμοτομούσασταν ρυμοτομούσαστε |
θα ρυμοτομείστε | να ρυμοτομείστε | ρυμοτομείστε | |
γ' πληθ. | ρυμοτομούνται | ρυμοτομούνταν | θα ρυμοτομούνται | να ρυμοτομούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ρυμοτομήθηκα | θα ρυμοτομηθώ | να ρυμοτομηθώ | ρυμοτομηθεί | ||
β' ενικ. | ρυμοτομήθηκες | θα ρυμοτομηθείς | να ρυμοτομηθείς | ρυμοτομήσου | ||
γ' ενικ. | ρυμοτομήθηκε | θα ρυμοτομηθεί | να ρυμοτομηθεί | |||
α' πληθ. | ρυμοτομηθήκαμε | θα ρυμοτομηθούμε | να ρυμοτομηθούμε | |||
β' πληθ. | ρυμοτομηθήκατε | θα ρυμοτομηθείτε | να ρυμοτομηθείτε | ρυμοτομηθείτε | ||
γ' πληθ. | ρυμοτομήθηκαν ρυμοτομηθήκαν(ε) |
θα ρυμοτομηθούν(ε) | να ρυμοτομηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ρυμοτομηθεί | είχα ρυμοτομηθεί | θα έχω ρυμοτομηθεί | να έχω ρυμοτομηθεί | ρυμοτομημένος | |
β' ενικ. | έχεις ρυμοτομηθεί | είχες ρυμοτομηθεί | θα έχεις ρυμοτομηθεί | να έχεις ρυμοτομηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ρυμοτομηθεί | είχε ρυμοτομηθεί | θα έχει ρυμοτομηθεί | να έχει ρυμοτομηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ρυμοτομηθεί | είχαμε ρυμοτομηθεί | θα έχουμε ρυμοτομηθεί | να έχουμε ρυμοτομηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ρυμοτομηθεί | είχατε ρυμοτομηθεί | θα έχετε ρυμοτομηθεί | να έχετε ρυμοτομηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ρυμοτομηθεί | είχαν ρυμοτομηθεί | θα έχουν ρυμοτομηθεί | να έχουν ρυμοτομηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρυμοτομούμαι
|