διχοτόμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διχοτόμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διχοτόμος < δίχα + -τόμος (τέμνω)
Επίθετο
επεξεργασίαδιχοτόμος, -ος, -ο
- που διχοτομεί
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιχοτόμος θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διχοτόμος