Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

bisector (en)

  • γραμμή ή καμπύλη που χωρίζει ένα ευθύγραμμο τμήμα ή γωνία ή άλλο σχήμα σε δύο ίσα μέρη
    1. η διχοτόμος γωνίας
    2. perpendicular bisector: η μεσοκάθετος ευθύγραμμου τμήματος