Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κατατέμνω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
κατατέμνω
<
αρχαία ελληνική
κατατέμνω
<
κατά
+
τέμνω
Ρήμα
επεξεργασία
κατατέμνω
(
παθητική φωνή
:
κατατέμνομαι
)
χωρίζω
κάτι, το
διαιρώ
σε πολλά
τμήματα
Συγγενικά
επεξεργασία
κατατομή
→
δείτε
τις
λέξεις
κατά
και
τέμνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατατέμνω