εξατομικευτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξατομικευτικός < εξατομικεύ(ω) + -τικός
Επίθετο
επεξεργασίαεξατομικευτικός
- που εξατομικεύει ώστε να ταιριάζει σε κάθε περίπτωση χωριστά
Συγγενικά
επεξεργασία- εξατομίκευση
- εξατομικεύω
- → και δείτε τη λέξη άτομο
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξατομικευτικός
|