Δείτε επίσης: προσαρμόσιμος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσαρμοστικός η προσαρμοστική το προσαρμοστικό
      γενική του προσαρμοστικού της προσαρμοστικής του προσαρμοστικού
    αιτιατική τον προσαρμοστικό την προσαρμοστική το προσαρμοστικό
     κλητική προσαρμοστικέ προσαρμοστική προσαρμοστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσαρμοστικοί οι προσαρμοστικές τα προσαρμοστικά
      γενική των προσαρμοστικών των προσαρμοστικών των προσαρμοστικών
    αιτιατική τους προσαρμοστικούς τις προσαρμοστικές τα προσαρμοστικά
     κλητική προσαρμοστικοί προσαρμοστικές προσαρμοστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσαρμοστικός < προσαρμόζω + -τικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾo.saɾ.mo.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐σαρ‐μο‐στι‐κός
παλιότερος συλλαβισμός: προσ‐αρ‐μο‐στι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

προσαρμοστικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία