αντιπροσαρμογή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιπροσαρμογή < αντι- + προσαρμογή ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική counteradaptation)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντιπροσαρμογή θηλυκό
- (λόγιο) (σπάνιο) η αντίστροφη προσαρμογή
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιπροσαρμογή