αναπροσαρμογή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναπροσαρμογή < αναπροσαρμόζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναπροσαρμογή θηλυκό (δόκιμος ο ενικός)
- η εκ νέου προσαρμογή σε νέες συνθήκες (ανθρώπου, φυτού, θεσμών, τιμαρίθμου κ.λπ.)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Αναδιοργάνωση
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναπροσαρμογή
|