Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναπροσαρμοζόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αναπροσαρμοζόμεν
ος
η
αναπροσαρμοζόμεν
η
το
αναπροσαρμοζόμεν
ο
γενική
του
αναπροσαρμοζόμεν
ου
της
αναπροσαρμοζόμεν
ης
του
αναπροσαρμοζόμεν
ου
αιτιατική
τον
αναπροσαρμοζόμεν
ο
την
αναπροσαρμοζόμεν
η
το
αναπροσαρμοζόμεν
ο
κλητική
αναπροσαρμοζόμεν
ε
αναπροσαρμοζόμεν
η
αναπροσαρμοζόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αναπροσαρμοζόμεν
οι
οι
αναπροσαρμοζόμεν
ες
τα
αναπροσαρμοζόμεν
α
γενική
των
αναπροσαρμοζόμεν
ων
των
αναπροσαρμοζόμεν
ων
των
αναπροσαρμοζόμεν
ων
αιτιατική
τους
αναπροσαρμοζόμεν
ους
τις
αναπροσαρμοζόμεν
ες
τα
αναπροσαρμοζόμεν
α
κλητική
αναπροσαρμοζόμεν
οι
αναπροσαρμοζόμεν
ες
αναπροσαρμοζόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αναπροσαρμοζόμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
αναπροσαρμόζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναπροσαρμοζόμενος