εκσυγχρονιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκσυγχρονιστής < εκσυγχρονίζω + -τής ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική modernisateur)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεκσυγχρονιστής αρσενικό, (θηλυκό εκσυγχρονίστρια)
- (λόγιο) άτομο που είναι υπέρμαχος εκσυγχρονιστικών αντιλήψεων
Επίθετο
επεξεργασίαεκσυγχρονιστής
- ταυτόσημο με το εκσυγχρονιστής
- ↪ Ο εκσυγχρονιστής πολιτικός αποχώρησε από την κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματός του και ανεξαρτητοποιήθηκε.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- εκσυγχρονισμός
- εκσυγχρονιστικά
- εκσυγχρονιστικός
- → δείτε τις λέξεις εκσυγχρονίζω και χρόνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκσυγχρονιστής
Πηγές
επεξεργασία- εκσυγχρονιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- εκσυγχρονιστής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)