Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεταρρυθμιστής οι μεταρρυθμιστές
      γενική του μεταρρυθμιστή των μεταρρυθμιστών
    αιτιατική τον μεταρρυθμιστή τους μεταρρυθμιστές
     κλητική μεταρρυθμιστή μεταρρυθμιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταρρυθμιστής < μεταρρυθμίζω + -τής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική réformateur)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεταρρυθμιστής αρσενικό, (θηλυκό μεταρρυθμίστρια)

  1. αυτός που κάνει μεταρρυθμίσεις
  2. (θρησκεία) ο οπαδός της Μεταρρύθμισης

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία