μεταρρυθμιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταρρυθμιστής < μεταρρυθμίζω + -τής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική réformateur)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεταρρυθμιστής αρσενικό, (θηλυκό μεταρρυθμίστρια)
- αυτός που κάνει μεταρρυθμίσεις
- (θρησκεία) ο οπαδός της Μεταρρύθμισης
Συγγενικά
επεξεργασία- μεταρρυθμιστικά
- μεταρρυθμιστικός
- → δείτε τις λέξεις μεταρρυθμίζω, μετά, ρυθμίζω και ρυθμός