Μεταρρύθμιση
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μεταρρύθμιση | οι | Μεταρρυθμίσεις |
γενική | της | Μεταρρύθμισης* | των | Μεταρρυθμίσεων |
αιτιατική | τη | Μεταρρύθμιση | τις | Μεταρρυθμίσεις |
κλητική | Μεταρρύθμιση | Μεταρρυθμίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, Μεταρρυθμίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Μεταρρύθμιση < → δείτε τη λέξη μεταρρύθμιση & (σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Reformation[1] ή από τη γαλλική réformation[2]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.taˈɾi.θmi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Με‐ταρ‐ρύθ‐μι‐ση
- παλιότερος συλλαβισμός : Με‐ταρ‐ρύ‐θμι‐ση
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
Μεταρρύθμιση θηλυκό
- (ιστορία, θρησκεία) η κίνηση για την αναμόρφωση της Καθολικής Εκκλησίας που ξεκίνησε με τον Μαρτίνο Λούθηρο to 1599 και δημιούργησε τις προτεσταντικές εκκλησίες
Επεξεργασία
- αντιμεταρρύθμιση
- μεταρρυθμιστής
- → δείτε τις λέξεις μεταρρυθμίζω, ρυθμίζω και ρυθμός
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Μεταρρύθμιση
Επεξεργασία
- ↑ «μεταρρυθμίζω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ «μεταρρύθμιση» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.