Δείτε επίσης: μεταρρύθμιση

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μεταρρύθμιση οι Μεταρρυθμίσεις
      γενική της Μεταρρύθμισης* των Μεταρρυθμίσεων
    αιτιατική τη Μεταρρύθμιση τις Μεταρρυθμίσεις
     κλητική Μεταρρύθμιση Μεταρρυθμίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, Μεταρρυθμίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μεταρρύθμιση < → δείτε τη λέξη μεταρρύθμιση & (σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Reformation[1] ή από τη γαλλική réformation[2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.taˈɾi.θmi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Με‐ταρ‐ρύθ‐μι‐ση
παλιότερος συλλαβισμός: Με‐ταρ‐ρύ‐θμι‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Μεταρρύθμιση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «μεταρρυθμίζω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. μεταρρύθμιση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας