προτεσταντικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προτεσταντικός < προτεστάντης + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαπροτεσταντικός
- που έχει σχέση με τους προτεστάντες ή τον προτεσταντισμό ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη προτεστάντης
Μεταφράσεις
επεξεργασία προτεσταντικός