αντιμεταρρύθμιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντιμεταρρύθμιση | οι | αντιμεταρρυθμίσεις |
γενική | της | αντιμεταρρύθμισης* | των | αντιμεταρρυθμίσεων |
αιτιατική | την | αντιμεταρρύθμιση | τις | αντιμεταρρυθμίσεις |
κλητική | αντιμεταρρύθμιση | αντιμεταρρυθμίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιμεταρρυθμίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αντιμεταρρύθμιση < αντι- + μεταρρύθμιση (2.μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική Contre-Réforme)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντιμεταρρύθμιση θηλυκό
- ό,τι αντιτίθεται (με λόγια ή έργα) σε κάποια μεταρρύθμιση
- (θρησκεία) το σύνολο των ενεργειών της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας τον 16ο και 17ο αιώνα, προκειμένου να ανακόψει τη διάδοση των ιδεών της μεταρρύθμισης με βίαια μέτρα, όπως η Ιερά Εξέταση και ο κατάλογος απαγορευμένων βιβλίων
Συγγενικά
επεξεργασία- αντιμεταρρυθμιστικός
- → δείτε τις λέξεις μεταρρύθμιση, ρυθμίζω και ρυθμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιμεταρρύθμιση
|