αντιμεταρρυθμιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιμεταρρυθμιστικός < αντιμεταρρύθμιση + -τικός
Επίθετο
επεξεργασίααντιμεταρρυθμιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την αντιμεταρρύθμιση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αντιμεταρρύθμιση
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιμεταρρυθμιστικός
|