συγχρονία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συγχρονία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική synchronie < ελληνιστική κοινή σύγχρον(ος) + -ία.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε συγ- + χρόν(ος) + -ία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /siŋ.xɾoˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συγ‐χρο‐νί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
συγχρονία θηλυκό
- (γλωσσολογία) το σύνολο των γλωσσικών στοιχείων που εμφανίζονται στον ίδιο χρόνο και σε συγκεκριμένο τόπο, δηλαδή σε συγκεκριμένο σύστημα
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη χρόνος
Μεταφράσεις επεξεργασία
συγχρονία
- ↑ συγχρονία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας