συγχρονικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγχρονικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική synchronique < synchrone(e) (σύγχρον(ος)) + -ique (-ικός)
Επίθετο
επεξεργασίασυγχρονικός
- που συμπίπτει χρονικά, ο συγχρονισμένος
- που τεκμαίρεται ή προκύπτει με αναγωγή στο παρόν/τώρα/σήμερα
Συγγενικά
επεξεργασία- συγχρονίζω
- συγχρονία
- συγχρονικότητα
- συγχρονισμός
- και → δείτε τη λέξη σύγχρονος
Μεταφράσεις
επεξεργασία συγχρονικός
|