↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγχρονισμένος η συγχρονισμένη το συγχρονισμένο
      γενική του συγχρονισμένου της συγχρονισμένης του συγχρονισμένου
    αιτιατική τον συγχρονισμένο τη συγχρονισμένη το συγχρονισμένο
     κλητική συγχρονισμένε συγχρονισμένη συγχρονισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγχρονισμένοι οι συγχρονισμένες τα συγχρονισμένα
      γενική των συγχρονισμένων των συγχρονισμένων των συγχρονισμένων
    αιτιατική τους συγχρονισμένους τις συγχρονισμένες τα συγχρονισμένα
     κλητική συγχρονισμένοι συγχρονισμένες συγχρονισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συγχρονισμένος < συγχρονίζω

συγχρονισμένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία