Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συγχρονισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συγχρονισμέν
ος
η
συγχρονισμέν
η
το
συγχρονισμέν
ο
γενική
του
συγχρονισμέν
ου
της
συγχρονισμέν
ης
του
συγχρονισμέν
ου
αιτιατική
τον
συγχρονισμέν
ο
τη
συγχρονισμέν
η
το
συγχρονισμέν
ο
κλητική
συγχρονισμέν
ε
συγχρονισμέν
η
συγχρονισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συγχρονισμέν
οι
οι
συγχρονισμέν
ες
τα
συγχρονισμέν
α
γενική
των
συγχρονισμέν
ων
των
συγχρονισμέν
ων
των
συγχρονισμέν
ων
αιτιατική
τους
συγχρονισμέν
ους
τις
συγχρονισμέν
ες
τα
συγχρονισμέν
α
κλητική
συγχρονισμέν
οι
συγχρονισμέν
ες
συγχρονισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
συγχρονισμένος
<
συγχρονίζω
Μετοχή
επεξεργασία
συγχρονισμένος
που έχει
συγχρονιστεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συγχρονισμένος
γαλλικά
:
synchronisé
(fr)