synchronisé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | synchronisé | synchronisés |
θηλυκό | synchronisée | synchronisées |
synchronisé (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη synchrone
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | synchronisé | synchronisés |
θηλυκό | synchronisée | synchronisées |
synchronisé (fr)