συγχρονισμένα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγχρονισμένα < συγχρονισμένος + -α
Επίρρημα
επεξεργασίασυγχρονισμένα
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συγχρονισμένα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασυγχρονισμένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του συγχρονισμένος