Ετυμολογία

επεξεργασία
synchronisation < synchroniser

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sɛ̃.kʁɔ.ni.za.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
synchronisation synchronisations

synchronisation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία