contemporary
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | contemporary |
συγκριτικός | more contemporary |
υπερθετικός | most contemporary |
Επίθετο
επεξεργασίαcontemporary (en)
- σύγχρονος, σε σχέση με κάποιον/κάτι άλλο
- σύγχρονος, που συμβαίνει τώρα
- ⮡ This circle of young creators represented the contemporary artistic trends.
- Αυτός ο κύκλος των νέων δημιουργών εκπροσωπούσε τις σύγχρονες καλλιτεχνικές τάσεις.
- ⮡ This circle of young creators represented the contemporary artistic trends.