Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
modern
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Επίθετο
1.2
Πηγές
2
Γερμανικά
(de)
2.1
Προφορά
2.2
Επίθετο
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
παραθετικά
θετικός
modern
συγκριτικός
more
modern
υπερθετικός
most
modern
Επίθετο
επεξεργασία
modern
(en)
μοντέρνος
,
σύγχρονος
⮡
I read
modern
Greek literature.
Διαβάζω
σύγχρονη
ελληνική λογοτεχνία.
⮡
Modern
medicine cures diseases which were once considered incurable.
Η
σύγχρονη
ιατρική θεραπεύει αρρώστιες που κάποτε τις θεωρούσαν ανίατες.
≈
συνώνυμα
:
contemporary
και
current
Πηγές
επεξεργασία
modern
-
Oxford Learner's Dictionaries
Γερμανικά
(de)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Επίθετο
επεξεργασία
modern
(de)
μοντέρνος