σύγκαιρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σύγκαιρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σύγκαιρος. Μορφολογικά αναλύεται σε σύγ- + καιρ(ός) + κατάληξη επιθέτων -ος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsiŋ.ɟe.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύγ‐και‐ρος
Επίθετο
επεξεργασίασύγκαιρος, -η, -ο
- λογιότερη μορφή του συγκαιρινός
Παράγωγα
επεξεργασία- σύγκαιρα (επίρρημα)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | σύγκαιρος | τὸ | σύγκαιρον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | συγκαίρου | τοῦ | συγκαίρου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | συγκαίρῳ | τῷ | συγκαίρῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | σύγκαιρον | τὸ | σύγκαιρον | ||
κλητική ὦ! | σύγκαιρε | σύγκαιρον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | σύγκαιροι | τὰ | σύγκαιρᾰ | ||
γενική | τῶν | συγκαίρων | τῶν | συγκαίρων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | συγκαίροις | τοῖς | συγκαίροις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | συγκαίρους | τὰ | σύγκαιρᾰ | ||
κλητική ὦ! | σύγκαιροι | σύγκαιρᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συγκαίρω | τὼ | συγκαίρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συγκαίροιν | τοῖν | συγκαίροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σύγκαιρος (όψιμη ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σύγ- + καιρ(ός) (κατάλληλος καιρός) + κατάληξη επιθέτων -ος
Επίθετο
επεξεργασίασύγκαιρος, -ος, -ον
- που είναι της εποχής (όπως λουλούδια)
- που γίνεται σε κατάλληλη ώρα
Πηγές
επεξεργασία- σύγκαιρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.