Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
outmoded
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
outmoded
(en)
που είναι έξω από τη μόδα,
ντεμοντέ
,
παλιομοδίτικος
≈
συνώνυμα
:
unfashionable
απαρχαιωμένος
≈
συνώνυμα
:
obsolete