ἀρχαῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
ἀρχαῖος, -α, ον (παραθετικά: ἀρχαιέστερος και ἀρχέστατος και ἀρχαιότερος και ἀρχαιότατος)
- αρχαϊκός, πατροπαράδοτος, αρχέγονος, πανάρχαιος
- ⮡ Ζηνὸς ἀρχαίοις νόμοις (τους αρχέγονους νόμους του Δία)
- οι προσωκρατικοί (όρος του Αριστοτέλη)
- ⮡ οι ἀρχαῖοι
- παλιομοδίτικος
- ⮡ ἀρχαιότερος εἶ τοῦ δέοντος
- ο προηγούμενος, προγενέστερος, παλαιότερος, ο αρχικός
- ⮡ ἡμεῖς τι ὑπείξομεν τοῦ ἀρχαίου λόγου (θα κάνουμε μια υποχώρηση στην αρχική μας πρόταση, σε αυτά που είπαμε στην αρχή)
- ⮡ κατὰ τὴν διώρυχα ἐκτραπόμενος ἐκ τῶν ἀρχαίων ῥεέθρων (να εκτραπεί από την αρχική του κοίτη)
- φθαρμένος
- ἀρχαῖα ὑποδήματα
Σημειώσεις
επεξεργασία- «τὸ ἀρχαῖον» (ουδέτερο και ως ουσιαστικό) το πρωτότυπο, το αρχικό αλλά και το αρχικό κεφάλαιο, το κόστος
- ⮡ πλέον τοῦ ἀρχαίου λαμβάνουσιν
- ⮡ δανείσασι... μόλις τἀρχαῖον ἀποδέδωκας (μόλις το κεφάλαιο έδωσες -χωρίς τους τόκους)
- «τὸ ἀρχαῖον» (επιρρηματική χρήση): ἀρχαίως, με τον αρχαίο τρόπο
- ιωνικός τύπος : τὠρχαῖον
- αττικός τύπος : τἀρχαῖον
- επίσης στις φράσεις: ἀπὸ τοῦ ἀρχαίου ή ἐξ ἀρχαίων
- (ουσαστικοποιημένο θηλυκό) ως «ἡ ἀρχαίη»: η ἀρχή
Συγγενικά
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ αρχαίος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία
- ἀρχαῖος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀρχαῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.