Δείτε επίσης: αρχαίος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀρχαῖος < ἀρχή, θέμα ἀρχα- + -ιος[1]

  Επίθετο επεξεργασία

ἀρχαῖος, -α, ον (παραθετικά: ἀρχαιέστερος και ἀρχέστατος και ἀρχαιότερος και ἀρχαιότατος)

  1. αρχαϊκός, πατροπαράδοτος, αρχέγονος, πανάρχαιος
    Ζηνὸς ἀρχαίοις νόμοις (τους αρχέγονους νόμους του Δία)
  2. οι προσωκρατικοί (όρος του Αριστοτέλη)
    οι ἀρχαῖοι
  3. παλιομοδίτικος
    ἀρχαιότερος εἶ τοῦ δέοντος
  4. ο προηγούμενος, προγενέστερος, παλαιότερος, ο αρχικός
    ἡμεῖς τι ὑπείξομεν τοῦ ἀρχαίου λόγου (θα κάνουμε μια υποχώρηση στην αρχική μας πρόταση, σε αυτά που είπαμε στην αρχή)
    κατὰ τὴν διώρυχα ἐκτραπόμενος ἐκ τῶν ἀρχαίων ῥεέθρων (να εκτραπεί από την αρχική του κοίτη)
  5. φθαρμένος
    ἀρχαῖα ὑποδήματα

Σημειώσεις επεξεργασία

  1. «τὸ ἀρχαῖον» (ουδέτερο και ως ουσιαστικό) το πρωτότυπο, το αρχικό αλλά και το αρχικό κεφάλαιο, το κόστος
    πλέον τοῦ ἀρχαίου λαμβάνουσιν
    δανείσασι... μόλις τἀρχαῖον ἀποδέδωκας (μόλις το κεφάλαιο έδωσες -χωρίς τους τόκους)
  2. «τὸ ἀρχαῖον» (επιρρηματική χρήση): ἀρχαίως, με τον αρχαίο τρόπο
    ιωνικός τύπος : τὠρχαῖον
    αττικός τύπος : τἀρχαῖον
    επίσης στις φράσεις: ἀπὸ τοῦ ἀρχαίου ή ἐξ ἀρχαίων
  3. (ουσαστικοποιημένο θηλυκό) ως «ἡ ἀρχαίη»: η ἀρχή

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ἀρχή

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αρχαίος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία