Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλαιώνω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

παλαιώνω

  • αφήνω κάτι να γίνει πιο παλαιό, αλλά σε ελεγχόμενες συνθήκες, ώστε να αποκτήσει ειδική χρήση ή καλύτερη ποιότητα και μεγαλύτερη αξία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία