Ετυμολογία

επεξεργασία
παλαιώνω < λείπει η ετυμολογία

παλαιώνω

  • αφήνω κάτι να γίνει πιο παλαιό, αλλά σε ελεγχόμενες συνθήκες, ώστε να αποκτήσει ειδική χρήση ή καλύτερη ποιότητα και μεγαλύτερη αξία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία