παλαίωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παλαίωση | οι | παλαιώσεις |
γενική | της | παλαίωσης* | των | παλαιώσεων |
αιτιατική | την | παλαίωση | τις | παλαιώσεις |
κλητική | παλαίωση | παλαιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παλαιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παλαίωση < ελληνιστική κοινή παλαίωσις < αρχαία ελληνική παλαιός / παλαιῶ < παλαιός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαλαίωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παλαιώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία παλαίωση