παλαιώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπαλαιώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παλαιώνω
- θα παλαιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παλαιώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπαλαιώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παλαίωση